🇬🇷 el en 🇬🇧

αναγνώριση noun

  /a.naˈɣno.ɾi.si/
  • (λογιστική) η διαδικασία ενσωμάτωσης ενός στοιχείου στο λογιστικό σύστημα υπό την προϋπόθεση ότι έχει πιθανή μελλοντική οικονομική ωφέλεια και μετρήσιμη χρηματική αξία (επιμέτρηση)
recognition
  • (στρατιωτικός όρος) η εξερεύνηση μιας περιοχής και η συλλογή πληροφοριών
reconnaissance
Wiktionary Links