🇬🇷 el en 🇬🇧

αναδέχομαι verb

  /a.naˈðe.xo.me/
  • (λόγιο) βαφτίζω, γίνομαι ανάδοχος κάποιου
sponsor, godfather, receive
  • (λόγιο) δέχομαι κάτι και την υποχρέωση που απορρέει από την αποδοχή αυτή, αναλαμβάνω, εγγυώμαι
undertake
Wiktionary Links