🇬🇷 el en 🇬🇧

αναδρομικά adverb

retroactively
  • (πληροφορική) η εκτέλεση συνάρτησης όπου αυτή καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος
recursively
Wiktionary Links