🇬🇷 el en 🇬🇧

αναλαμβάνω verb

  /a.na.laɱˈva.no/
  • ξαναπαίρνω τις δυνάμεις μου, αναρρώνω από ασθένεια
recover
  • τακτοποιώ ένα ενοχλητικό πρόβλημα
  • τακτοποιώ έναν ενοχλητικό άνθρωπο
take care of
  • παίρνω επάνω μου την ευθύνη για άνθρωπο ως κηδεμόνας, τον παίρνω υπό την προστασία μου με τις ανάλογες ευθύνες
take care of, take in, take up
  • αρχίζω δουλειά σε μια ορισμένη ημερομηνία, πιάνω δουλειά (και παίρνω και τις ανάλογες ευθύνες από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά)
take over
undertake
Wiktionary Links