🇬🇷 el en 🇬🇧

ανασκευή noun

  • το αποτέλεσμα του ρήματος ανασκευάζω, η αλλαγή μιας επίσημης δήλωσης (π.χ. μαρτυρικής κατάθεσης) από τον ίδιο το μάρτυρα ή η απόδειξη από άλλους ότι η συγκεκριμένη δήλωση ή επιχείρημα δεν ευσταθούσε
disproval, rebuttal, rectification, refutation, remedy
Wiktionary Links