🇬🇷 el en 🇬🇧

αναφορικότητα noun

  • (φιλοσοφία) η θεμελιώδης ικανότητα της συνείδησης να προσανατολίζεται προς κάτι —πραγματικό, νοητό ή και τον εαυτό της— καθιστώντας το αντικείμενο της σκέψης ή της εμπειρίας
intentionality
  • (γλωσσολογία) η ιδιότητα μιας γλωσσικής μονάδας ή έκφρασης να παραπέμπει σε οντότητες του κόσμου ή του κειμενικού περιβάλλοντος, εξωκειμενικά
referentiality
Wiktionary Links