🇬🇷 el en 🇬🇧

ανδρισμός noun

  • κυρίως το ανδρικό φέρσιμο, το γενναίο φρόνημα, η υπερηφάνεια, η ικανότητα του άνδρα να προστατεύει όσα κοινωνικά θεωρούνται δική του ευθύνη, η βασική ιδιότητα του άνδρα όπως αυτός νοείται ως οντότητα ανατομικά, ορμονικά και ψυχικά, συμπεριφερικά
  • τα ανδρικά όργανα αναπαραγωγής
  • η γενναιότητα στην ανάληψη ευθυνών
manhood
Wiktionary Links