🇬🇷 el en 🇬🇧

ανθρωπεύω verb

  • (μεταβατικό) εξανθρωπίζω, εκπολιτίζω
  • (αμετάβατο) εξανθρωπίζομαι, γίνομαι άνθρωπος
civilize, humanize
Wiktionary Links