🇬🇷 el en 🇬🇧

αντάρτης noun

  /anˈdaɾ.tis/ , /aˈdaɾ.tis/
  • αυτός που εξεγείρεται ένοπλα εναντίον κάποιου καθεστώτος
insurgent, rebel, guerrilla
Wiktionary Links