🇬🇷 el en 🇬🇧

αντίκρισμα noun

  /anˈdi.kɾi.zma/
  • (οικονομία, συνήθως στον ενικό) χρηματικό ποσό που έχει κατατεθεί σε τράπεζα, το οποίο επιτρέπει στον καταθέτη να εκτελεί διάφορες οικονομικές πράξεις
funds
  • το να αντικρίζει / βλέπει κάποιος κάτι
sight
Wiktionary Links