🇬🇷 el en 🇬🇧

ανταλλαγή noun

exchange, interchange, trade, barter, quid pro quo
  • (πληροφορική) η ανταλλαγή περιεχομένων μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας μνήμης (πχ. σκληρός δίσκος). Όταν εκτελούνται πολλά προγράμματα μαζί και δεν επαρκεί η κύρια μνήμη, τμήματα αυτής αποθηκεύονται προσωρινά στη δευτερεύουσα, αναστέλλοντας την εκτέλεση κάποιων προγραμμάτων.
swap, swapping
Wiktionary Links