🇬🇷 el en 🇬🇧

αντεμπρησμός noun

  • ελεγχόμενος εμπρησμός μικρής εξάπλωσης, που αποσκοπεί στον έλεγχο μια μεγαλύτερης έκτασης πυρκαγιάς
back fire
Wiktionary Links