🇬🇷 el en 🇬🇧

αντηρίδα noun

  /an.diˈɾi.ða/
  • (γεωλογία) βουνοκορφή που προεξέχει σε διαφορετική κατεύθυνση από άλλες βουνοκορφές της οροσειράς
buttress
  • (αρχιτεκτονική) τοίχος που κτίζεται κάθετα προς κάποιον άλλο τοίχο, τον οποίο και στηρίζει
buttress, prop, support
Wiktionary Links