🇬🇷 el en 🇬🇧

αντιγράφω verb

  /an.diˈɣɾa.fo/
  • (ειδικότερα) (για γραπτές εξετάσεις) γράφω κοιτάζοντας παράνομα το κείμενο κάποιου άλλου ή κάποιο βιβλίο ή κάποιο σκονάκι
copy, imitate, fake, mimic, emulate
Wiktionary Links