🇬🇷 el en 🇬🇧

αντιδρώ verb

  /an.diˈðɾo/
  • συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά σε κάποιο ερέθισμα
react
  • τηρώ αρνητική θέση, ενεργώ με αντίθετο τρόπο, εκφράζω την αντίθεσή μου
oppose
Wiktionary Links