🇬🇷 el en 🇬🇧

αντικατάσταση noun

  /an.di.kaˈta.sta.si/
replacement
  • η ενέργεια του αντικαθιστώ, η τοποθέτηση ενός προσώπου, αντικειμένου, στοιχείου κλπ στη θέση άλλου
  • (προγραμματισμός) η εγγραφή νέων οντοτήτων πάνω στη θέση παλαιότερων, βλ. overwrite
overwriting
Wiktionary Links