🇬🇷 el en 🇬🇧

αντιπρόσωπος noun

  /an.diˈpɾo.so.pos/
  • που παρευρίσκεται και ενεργεί (με σχετική εξουσιοδότηση) για λογαριασμό κάποιου άλλου
representative, delegate
  • που αντιπροσωπεύει
  • (οικονομία, επάγγελμα) που έχει την αντιπροσώπευση μιας φίρμας, εταιρείας ή επιχείρησης σε κάποιο μέρος
agent
  • που είναι το χαρακτηριστικό είδος από μια ομάδα ομοειδών
member
Wiktionary Links