🇬🇷 el en 🇬🇧

αντισταθμίζω verb

  /an.di.staˈθmi.zo/
  • (μεταφορικά) επιφέρω μια ισορροπία, μια εξίσωση
counterbalance, offset
  • (κυριολεκτικά) (σε μια ζυγαριά) βάζω ένα από τα σταθμά, ένα αντίβαρο, στην πλευρά που παρουσιάζει κλίση, προκειμένου να φέρω ισορροπία
compensate
Wiktionary Links