🇬🇷 el en 🇬🇧

ανυπότακτος noun

  • (στρατιωτικός όρος) αυτός που δεν παρουσιάστηκε να καταταχτεί στο στρατό ως νεοσύλλεκτος, ενώ τον είχαν καλέσει
rebellious, draft dodger, refractory, undisciplined
Wiktionary Links