🇬🇷 el en 🇬🇧

ανόρθωση noun

  /aˈnoɾ.θo.si/
  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανορθώνω
  • (ηλεκτρολογία) η διαδικασία μετατροπής του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές με τη χρήση ενός ανορθωτή
rectification, uplift
Wiktionary Links