🇬🇷 el en 🇬🇧

ανώμαλος adjective

  • που δεν ακολουθεί τον κανόνα, που παρεκκλίνει από αυτό που θεωρείται κανονικό ή φυσιολογικό
  • (γραμματική) για λέξεις που κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο και δεν ακολουθούν τα συνήθη πρότυπα σχηματισμού κλιτών τύπων
  • χωρίς σταθερό ρυθμό, με απρόβλεπτες διακυμάνσεις
  • που παρουσιάζει εμπόδια
  • που διεξάγεται με πολλές δυσκολίες και χωρίς να υπάρχουν οι συνήθεις συνθήκες
  • (για ανθρώπους) σεξουαλικά διεστραμμένος, ο διαστροφικός
abnormal, anomalous, irregular
Wiktionary Links