ανώμαλος
adjective
|
- που δεν ακολουθεί τον κανόνα, που παρεκκλίνει από αυτό που θεωρείται κανονικό ή φυσιολογικό
- (γραμματική) για λέξεις που κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο και δεν ακολουθούν τα συνήθη πρότυπα σχηματισμού κλιτών τύπων
- χωρίς σταθερό ρυθμό, με απρόβλεπτες διακυμάνσεις
- που παρουσιάζει εμπόδια
- που διεξάγεται με πολλές δυσκολίες και χωρίς να υπάρχουν οι συνήθεις συνθήκες
- (για ανθρώπους) σεξουαλικά διεστραμμένος, ο διαστροφικός
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (γαστρονομία) γλυκό με κουβερτούρα και αμύγδαλα, περισσότερο γνωστό ως βραχάκι
|
abnormal,
irregular,
anomalous
|