🇬🇷 el en 🇬🇧

αξίωμα noun

  /aˈksi.o.ma/
  • (φιλοσοφία, λογική, μαθηματικά) πρόταση η οποία δεν αποδεικνύεται αλλά τη δεχόμαστε σαν αληθινή (έχει αληθοτιμή 'Αληθές')
axiom, axioma, postulate, tenet
  • θέση σε ιεραρχία, συνήθως όχι η κατώτερη
office
Wiktionary Links