🇬🇷 el en 🇬🇧

αξεδιάλυτα adverb

  • Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. (*)
closely, inseparably
  • χωρίς να μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε, να το διαλευκάνουμε
incomprehensibly, inexplicably
Wiktionary Links