🇬🇷 el en 🇬🇧

αξεσουάρ noun

  • εξάρτημα αυτοκινήτου που δεν είναι απαραίτητο για τη σωστή λειτουργία του
  • εξάρτημα ενδυμασίας που έχει περισσότερο διακοσμητικό παρά πρακτικό σκοπό
accessory
Wiktionary Links