🇬🇷 el en 🇬🇧

απαγωγή noun

  • (ειδικότερα), (κοινά), (νομικός όρος) η αρπαγή και αιχμαλωσία ενός προσώπου προκειμένου, συνήθως, να ζητηθούν λύτρα ή κάποιο άλλο αντάλλαγμα
abduction, kidnapping, deduction
  • (φιλοσοφία) μέθοδος συλλογισμού σύμφωνα με την οποία ξεκινάμε από τα γενικά και καταλήγουμε σε συμπεράσματα για τα μερικά
deduction
  • (γυμναστική) η απομάκρυνση των άκρων από τον κορμό
abduction
Wiktionary Links