🇬🇷 el en 🇬🇧

απαιτώ verb

  • ζητώ κάτι επιτακτικά, επειδή έχω την εξουσία προς τούτο ή επειδή το θεωρώ αναφαίρετο δικαίωμά μου
demand, exact
  • χρειάζομαι οπωσδήποτε κάτι για να λειτουργήσω καλά
exact, require
Wiktionary Links