🇬🇷 el en 🇬🇧

απεικόνιση noun

illustration, representation, depiction, display, image, imagery
  • (πληροφορική, προγραμματισμός) view: το τμήμα του προγράμματος που όταν λειτουργεί είναι ορατό και με το οποίο αλληλεπιδρά ο χρήστης
view
Wiktionary Links