🇬🇷 el en 🇬🇧

αποβολή noun

  /a.po.voˈli/
  • (ιατρική) ακούσια διακοπή της εγκυμοσύνης και απώλεια του εμβρύου
miscarriage
  • (αθλητισμός, εκπαίδευση) η πειθαρχική ποινή με την οποία επιβάλλεται σε κάποιον παραβάτη (μαθητή ή αθλητή) να αποχωρήσει (από το σχολείο ή τον αγώνα)
expulsion, suspension
  • φυσιολογική ή και εκούσια απώλεια
  • (γλωσσολογία, γραμματική) η απώλεια ενός φθόγγου
abortion
Wiktionary Links