🇬🇷 el en 🇬🇧

αποθήκη noun

  /a.poˈθi.ci/
  • χώρος (κτίριο ή μέρος κτιρίου) όπου φυλάσσονται αντικείμενα, όπως εργαλεία, αγαθά ή εμπορεύματα, για την περίοδο που δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν
warehouse
Wiktionary Links