🇬🇷 el en 🇬🇧

αποκλεισμός noun

exclusion, blockade
  • (αθλητισμός) η έξοδος ενός αθλητή ή μιας ομάδας από μια αθλητική διοργάνωση μετά από ήττα ή παραβίαση κανονισμών
disqualification, elimination
Wiktionary Links