🇬🇷 el en 🇬🇧

αποκλειστικός adjective

exclusive
  • (πληροφορική) dedicated: σύστημα, υπολογιστής κατάλληλα διασκευασμένος που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
dedicated
Wiktionary Links