🇬🇷 el en 🇬🇧

απολέπιση noun

  • (ιατρική) η αφαίρεση ή η πτώση (λόγω ασθένειας: οστρακιά, ψωρίαση κ.ά.) ενός εξωτερικού τμήματος του δέρματος
exfoliation, flaking, peeling
  • (γεωλογία) η έκθεση υποκείμενων πετρωμάτων λόγω διάβρωσης των υπερκείμενων
foliation
  • η αφαίρεση των λεπιών
scaling
Wiktionary Links