🇬🇷 el en 🇬🇧

απομείωση noun

  /a.poˈmi.o.si/
decline, decrease, diminution
  • (λογιστική) η μείωση της αξίας περιουσιακού στοιχείου, στην τρέχουσα αγοραία αξία του
impairment
Wiktionary Links