🇬🇷 el en 🇬🇧

απορροφώ verb

  /a.po.ɾoˈfo/
  • ρουφώ
  • αφομοιώνω, ρουφώ στο εσωτερικό μου μία υγρή ή αέρια ουσία
  • μειώνω ή εξαλείφω την ένταση ενός φαινομένου
  • (μεταφορικά) συγχωνεύω
  • (μεταφορικά) ενσωματώνω, αφομοιώνω
  • (μεταφορικά) καταναλώνω
  • (μεταφορικά) προσλαμβάνω εργατικό δυναμικό
  • (μεταφορικά) κάνω κάποιον να αφοσιωθεί σε κάτι ολότελα και να ξεχάσει όλα τα άλλα
  • (φυσική) ελαττώνω την ένταση ή την ενέργεια ηχητικού ή ηλεκτρομαγνητικού κύματος καθώς αυτό διαδίδεται μέσα σε υλικό σώμα
absorb
Wiktionary Links