🇬🇷 el en 🇬🇧

αποσκευές noun

  /a.po.sceˈves/
  • (περιληπτικό) ό,τι μεταφέρει μαζί του ένας ταξιδιώτης, π.χ. βαλίτσες
luggage
Wiktionary Links