🇬🇷 el en 🇬🇧

αποτάσσω verb

  /a.poˈta.so/
  • απομακρύνω οριστικά (και ενίοτε ατιμωτικά) αξιωματικό από το στρατό, γιατί έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα
discharge, dismiss
  • αποκηρύσσω, απαρνούμαι
reject, renounce
Wiktionary Links