🇬🇷 el en 🇬🇧

αποτέλεσμα noun

  /a.poˈte.le.zma/
result, outcome
  • (λογιστική) το κέρδος μιας οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
  • (λογιστική) η κατάσταση που παρουσιάζει τα παραπάνω
income
Wiktionary Links