🇬🇷 el en 🇬🇧

αποτίμηση noun

assessment, appraisal, estimation, evaluation
  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτιμώ, ο υπολογισμός της οικονομικής αξίας ή της σπουδαιότητας κάποιου αντικειμένου ή γεγονότος
  • συνώνυμο του επιμέτρηση (λογιστική) συνώνυμο του επιμέτρηση
measurement
Wiktionary Links