🇬🇷 el en 🇬🇧

αποταμίευση noun

  /a.po.taˈmi.ef.si/
  • (οικονομία) η ενέργεια τού αποταμιεύω
saving, thrift
  • (οικονομία) το αποτέλεσμα τού αποταμιεύω
savings
Wiktionary Links