🇬🇷 el en 🇬🇧
αποτελεσματικός adjective
/a.po.te.le.zma.tiˈkos/
|
|
|---|---|
| effective | |
Wiktionary Links
- ελληνικά: αποτελεσματικός
αποτελεσματικός adjective
/a.po.te.le.zma.tiˈkos/
|
|
|---|---|
| effective | |