🇬🇷 el en 🇬🇧

αποχωρητήριο noun

  /a.po.xo.ɾiˈti.ɾio/
  • χώρος που προορίζεται για την αφόδευση και την ούρηση
toilet, restroom, lavatory, washroom, WC
Wiktionary Links