🇬🇷 el en 🇬🇧

απόδειξη noun

  /aˈpo.ði.ksi/
evidence, proof
  • (οικονομία) χαρτάκι που δίνεται στον πελάτη με πληροφορίες για κάτι που αγόρασε, συμπεριλαμβανομένων της τιμής, του φόρου, της ημερομηνίας κ.α.
receipt
Wiktionary Links