🇬🇷 el en 🇬🇧

απόκλιση noun

  • (μαθηματικά) στατιστικός όρος που προσδιορίζει διάφορες αριθμητικές στατιστικές αποκλίσεις (1)
declination, deviation
aberration, divergence
Wiktionary Links