🇬🇷 el en 🇬🇧

απόκρυφα adverb

  /aˈpo.kɾi.fa/
  • μυστικά, κρυφά
clandestinely, secretly

απόκρυφα noun

  /aˈpo.kɾi.fa/
  • (θρησκεία) τα Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία, ψευδεπίγραφα αρχαία κείμενα αποκλεισμένα από τον Κανόνα
Apocrypha
  • οι μυστικοί ή κρυμμένοι τόποι
hidden places, secret places
  • τα κρυφά σημεία και οι μυστικές λεπτομέρειες
mysteries, secrets
  • (ευφημισμός) τα απόκρυφα (μέρη, σημεία) του σώματος
privy parts
  • (γενικότερα) μη αποδεκτά δεδομένα, βιβλία ή κείμενα από κάποια αρχή ως επίσημα ή αυθεντικά είτε ως προς την χρονολογία και τους συγγραφείς, είτε ιδεολογικά/νοηματικά
the occult
Wiktionary Links