🇬🇷 el en 🇬🇧

αρμόνικα noun

  /aɾˈmo.ni.ka/
  • (μουσικό όργανο) μικρό όργανο με μεταλλικά γλωσσίδια που παράγουν ήχο με διάφορα μέσα όπως με αέρα η φυσαρμόνικα, ή το ακορντεόν
  • (μουσικό όργανο) μουσικό όργανο με σειρά γυάλινων ποτηριών που παράγουν με την τριβή των δακτύλων διαφορετικούς ήχους, ανάλογα με το νερό που περιέχουν
glass harmonica
Wiktionary Links