🇬🇷 el en 🇬🇧

αρχαιότητα noun

  /aɾ.çeˈo.ti.ta/
  • οι αρχαίοι χρόνοι
antiquity
  • → δείτε αρχαιότητες: αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
seniority

Αρχαιότητα

Antiquity
Wiktionary Links