🇬🇷 el en 🇬🇧

ασφυξιογόνος adjective

  • που οδηγεί στην ασφυξία, που την προκαλεί
asphyxiate
  • (ουσιαστικοποιημένο) ασφυξιογόνο: αέριο που προκαλεί ασφυξία
asphyxiate, poison gas
Wiktionary Links