🇬🇷 el en 🇬🇧

ατομικός adjective

  • (φυσική)
  • (πληροφορική) σύνολο λειτουργιών που αντιμετωπίζονται σαν μία και αδιαίρετη (βλ. ατομικότητα)
atomic
individual, single
Wiktionary Links