🇬🇷 el en 🇬🇧

αυλή noun

  /aˈvli/
  • υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
yard, courtyard
  • (μεταφορικά) (λόγιο) το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα
court
Wiktionary Links