🇬🇷 el en 🇬🇧

αφαίρεση noun

  /aˈfe.ɾe.si/
  • (αριθμητική) πράξη (δυαδικός τελεστής) που από έναν αριθμό (τον αφαιρετέο) αφαιρεί έναν άλλο (τον αφαιρέτη) και δίνει, έτσι, ένα αποτέλεσμα (τη διαφορά)
subtraction, removal
  • (πληροφορική, φιλοσοφία, τέχνη) συγκέντρωση της προσοχής σε ορισμένα μόνο στοιχεία
abstraction
Wiktionary Links